ἔμεγε

ἔμεγε
ἐγώ
I at least
masc/fem acc 1st sg
ἐγώγε
acc 1st sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔμεγ' — ἔμεγε , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἔμεγε , ἐγώγε acc 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γε — (δωρ. και βοιωτ. γα) (μόριο) (Α) μόριο με επιτακτική βεβαιωτική ή διασαφητική σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το πιο συχνό από τα επιτατικά μόρια τής αρχαίας, η χρήση τού οποίου αποσκοπεί στην προβολή και έξαρση μιας λέξεως μέσα στην πρόταση. Χαρακτηρίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”